quaint
quaint
kweɪnt
κουειντ
British pronunciation
/kwˈe‍ɪnt/

Ορισμός και σημασία του "quaint"στα αγγλικά

01

ιδιόρρυθμος, μοναδικός

curiously distinct, unique, or unusual
example
Παραδείγματα
She has a quaint way of speaking that ’s both charming and eccentric.
Έχει έναν ιδιόμορφο τρόπο ομιλίας που είναι ταυτόχρονα γοητευτικός και εκκεντρικός.
His quaint sense of humor often catches people off guard with its peculiar wit.
Η ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ του συχνά πιάνει τους ανθρώπους απροετοίμαστους με τη δική του ιδιαίτερη ευστροφία.
02

γραφικός, γοητευτικός με παλιομοδίτικο τρόπο

having an old-fashioned charm or appeal
example
Παραδείγματα
The quaint little cottage, with its thatched roof and flower-filled garden, looked like something from a storybook.
Το παραδοσιακό μικρό σπιτάκι, με την αχυρένια στέγη και τον κήπο γεμάτο λουλούδια, έμοιαζε σαν κάτι από παραμύθι.
They stayed in a quaint bed and breakfast in the countryside, complete with antique furniture.
Έμειναν σε ένα γραφικό bed and breakfast στην ύπαιθρο, με αντίκες.

Λεξικό Δέντρο

quaintly
quaintness
quaint
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store