Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pushpin
01
πινέζα, πινέζα με χρωματιστό πλαστικό κεφάλι
a type of thumbtack with a colored piece of plastic on one end
Παραδείγματα
She used a pushpin to hang up the calendar on the bulletin board.
Χρησιμοποίησε μια πινέζα για να κρεμάσει το ημερολόγιο στον πίνακα ανακοινώσεων.
The map was dotted with pushpins marking locations they planned to visit.
Ο χάρτης ήταν διακοσμημένος με πινέζες που σημάδευαν τις τοποθεσίες που σχεδίαζαν να επισκεφθούν.
Λεξικό Δέντρο
pushpin
push
pin



























