Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
purposely
01
σκοπίμως, εκ προθέσεως
in a deliberate or intentional way
Παραδείγματα
She purposely left the door unlocked to let the cat in.
Σκόπιμα άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη για να αφήσει τη γάτα να μπει.
He purposely ignored the message to avoid confrontation.
Σκόπιμα αγνόησε το μήνυμα για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Λεξικό Δέντρο
purposely
purpose



























