Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
designedly
01
σκόπιμα, εκ προθέσεως
in a deliberate and intentional way
Παραδείγματα
He designedly avoided answering the question.
Σκόπιμα απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση.
The error was made designedly to mislead the investigators.
Το λάθος έγινε σκόπιμα για να παραπλανήσει τους ερευνητές.
Λεξικό Δέντρο
designedly
designed
design



























