Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
designed
01
σχεδιασμένος, επιτηδευμένος
done or made or performed with purpose and intent
Λεξικό Δέντρο
designedly
undesigned
designed
design
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σχεδιασμένος, επιτηδευμένος
Λεξικό Δέντρο