Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
purposefully
01
σκοπίμως, με σκοπό
in a manner that serves a specific aim or useful function
Παραδείγματα
The new policy was drafted purposefully to address long-standing inequalities.
Η νέα πολιτική σχεδιάστηκε σκοπίμως για να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες ανισότητες.
Resources must be allocated purposefully to achieve the desired outcomes.
Οι πόροι πρέπει να διατεθούν σκοπιμότητα για να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
1.1
σκόπιμα, εκ προθέσεως
with full awareness of the intention behind an action
Παραδείγματα
He purposefully left her name off the invitation list.
Σκόπιμα άφησε το όνομά της εκτός της λίστας προσκλήσεων.
The data was purposefully skewed to support their argument.
Τα δεδομένα σκοπίμως παραποιήθηκαν για να υποστηρίξουν το επιχείρημά τους.
Λεξικό Δέντρο
purposefully
purposeful
purpose



























