Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
purposeful
01
σκόπιμος, αποφασιστικός
having a clear aim or intention
Παραδείγματα
She walked with purposeful strides, determined to reach her destination.
Περπατούσε με σκοπιμότητα, αποφασισμένη να φτάσει στον προορισμό της.
His purposeful gaze indicated that he was deeply focused on the task at hand.
Το σκοπούμενο βλέμμα του έδειχνε ότι ήταν βαθιά συγκεντρωμένος στην εργασία που είχε στα χέρια του.
Λεξικό Δέντρο
purposefully
purposefulness
purposeful
purpose



























