Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pure
01
καθαρός, φυσικός
not combined or mixed with anything else
Παραδείγματα
She prefers to drink pure water without any added flavors or sweeteners.
Προτιμά να πίνει καθαρό νερό χωρίς προσθήκη γεύσεων ή γλυκαντικών.
The artist used pure gold leaf to decorate the religious icons.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε καθαρό χρυσό φύλλο για να διακοσμήσει τις θρησκευτικές εικόνες.
Παραδείγματα
Her pure joy was evident as she celebrated her achievement with unrestrained enthusiasm.
Η καθαρή της χαρά ήταν εμφανής καθώς γιόρταζε την επίτευξή της με αδέσμευτο ενθουσιασμό.
The chef 's pure delight in the cooking process was reflected in every dish he prepared.
Η καθαρή χαρά του σεφ στη διαδικασία μαγειρέματος αντανακλούνταν σε κάθε πιάτο που ετοίμαζε.
03
καθαρός, αμιγής
(of color) being chromatically pure; not diluted with white or grey or black
04
καθαρός
free from discordant qualities
05
καθαρός, θεωρητικός
concerned with theory and data rather than practice; opposed to applied
Παραδείγματα
She was known for her pure intentions and selfless actions.
Ήταν γνωστή για τις καθαρές της προθέσεις και τις ανιδιοτελείς πράξεις της.
The saint ’s life was considered pure, free from any wrongdoings.
Η ζωή του αγίου θεωρούνταν καθαρή, χωρίς καμία αμαρτία.
07
αγνός, παρθένος
in a state of sexual virginity
Λεξικό Δέντρο
impure
purely
pureness
pure



























