Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
puerile
01
παιδιάστικος, νηπιακός
relating, characteristic of, or suitable for a child
Παραδείγματα
The puerile antics of the toddlers entertained their parents during the playdate.
Οι παιδιάστικες αταξίες των νηπίων ψυχαγωγούσαν τους γονείς τους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
His puerile laughter echoed through the playground as he chased his friends.
Το παιδικό γέλιο του ηχούσε στην παιδική χαρά καθώς κυνηγούσε τους φίλους του.
02
παιδιάστικος, ανώριμος
behaving in such a manner that displays one's lack of maturity and common sense
Παραδείγματα
His puerile jokes were inappropriate for the serious meeting.
Τα παιδιάστικα αστεία του ήταν ακατάλληλα για τη σοβαρή συνάντηση.
She found his puerile behavior during the discussion to be distracting.
Βρήκε την παιδική του συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης αποσπαστική.



























