Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pudgy
01
παχουλός, στρουμπουλός
slightly fat or chubby, especially in a cute or endearing way
Παραδείγματα
The toddler had pudgy cheeks that everyone loved to pinch.
Το μικρό παιδί είχε στρουμπουλά μάγουλα που όλοι λάτρευαν να τσιμπάνε.
She tried to hide her pudgy fingers during the piano recital.
Προσπάθησε να κρύψει τα χοντρά της δάχτυλα κατά τη διάρκεια του πιανιστικού ρεσιτάλ.
Λεξικό Δέντρο
pudginess
pudgy
pudge



























