Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Propensity
01
ροπή, τάση
a natural inclination to behave in a certain way or exhibit particular characteristics
Παραδείγματα
He has a propensity for taking risks, which makes him a successful entrepreneur.
Έχει μια τάση να αναλαμβάνει ρίσκα, κάτι που τον κάνει έναν επιτυχημένο επιχειρηματία.
Her propensity to help others made her a beloved figure in the community.
Η ροπή της να βοηθάει τους άλλους την έκανε αγαπητή φιγούρα στην κοινότητα.



























