Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
privately
01
ιδιωτικά, κρυφά
in a secret way involving only a particular person or group and no others
Παραδείγματα
She privately expressed her concerns to a trusted friend.
Εκφράστηκε ιδιωτικά τις ανησυχίες της σε έναν έμπιστο φίλο.
The business deal was negotiated privately to avoid leaks.
Η επιχειρηματική συμφωνία διαπραγματεύτηκε ιδιωτικά για να αποφευχθούν διαρροές.
02
ιδιωτικά, με ιδιωτικό τρόπο
by a private person or interest
Λεξικό Δέντρο
privately
private
priv



























