Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to privatize
01
ιδιωτικοποιώ, μεταφέρω στον ιδιωτικό τομέα
to change the ownership of an industry, service, or business from public to private
Παραδείγματα
The government decided to privatize the national airline to improve efficiency and reduce costs.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει την εθνική αεροπορική εταιρεία για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και να μειώσει το κόστος.
The city council voted to privatize waste management services to save taxpayer money.
Το δημοτικό συμβούλιο ψήφισε να ιδιωτικοποιήσει τις υπηρεσίες διαχείρισης αποβλήτων για να εξοικονομήσει χρήματα των φορολογουμένων.
Λεξικό Δέντρο
privatize
private
priv



























