privatize
pri
ˈprɪ
πρι
va
βα
tize
ˌtaɪz
ταιζ
British pronunciation
/pɹˈaɪvətˌaɪz/
privatise

Ορισμός και σημασία του "privatize"στα αγγλικά

to privatize
01

ιδιωτικοποιώ, μεταφέρω στον ιδιωτικό τομέα

to change the ownership of an industry, service, or business from public to private
example
Παραδείγματα
The government decided to privatize the national airline to improve efficiency and reduce costs.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει την εθνική αεροπορική εταιρεία για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και να μειώσει το κόστος.
The city council voted to privatize waste management services to save taxpayer money.
Το δημοτικό συμβούλιο ψήφισε να ιδιωτικοποιήσει τις υπηρεσίες διαχείρισης αποβλήτων για να εξοικονομήσει χρήματα των φορολογουμένων.

Λεξικό Δέντρο

privatize
private
priv
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store