Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to prink
01
στολίζομαι, ντύνομαι κομψά
put on special clothes to appear particularly appealing and attractive
02
ντύνομαι με μεγάλη προσοχή, στολίζομαι
dress very carefully and in a finicky manner
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στολίζομαι, ντύνομαι κομψά
ντύνομαι με μεγάλη προσοχή, στολίζομαι