Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
primal
01
πρωτόγονος, αρχέγονος
associated with the earliest stages of evolutionary development, often describing ancient or primeval times
Παραδείγματα
The cave paintings provide insight into the primal lives of early humans.
Οι τοιχογραφίες των σπηλαίων παρέχουν μια ματιά στην πρωτόγονη ζωή των πρώτων ανθρώπων.
Primal hunting societies relied heavily on cooperation for survival.
Οι πρωτόγονες κοινωνίες κυνηγών βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία για να επιβιώσουν.
02
πρωταρχικός, ενστικτώδης
(of feelings or behaviors) deep, instinctive, and rooted in the earliest emotional experiences and subconscious mind
Παραδείγματα
The primal fear of the dark is a common human experience.
Ο πρωταρχικός φόβος του σκοταδιού είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία.
His anger seemed to stem from a primal urge to defend his territory.
Ο θυμός του φαινόταν να πηγάζει από μια πρωτόγονη ώθηση να υπερασπιστεί την επικράτειά του.
Παραδείγματα
The discovery of fire was a primal event in human history, transforming how we live.
Η ανακάλυψη της φωτιάς ήταν ένα πρωταρχικό γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, που μεταμόρφωσε τον τρόπο που ζούμε.
Water is a primal resource, essential for sustaining all forms of life on the planet.
Το νερό είναι ένας πρωταρχικός πόρος, απαραίτητος για τη διατήρηση όλων των μορφών ζωής στον πλανήτη.
Λεξικό Δέντρο
primality
primal
prime



























