Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
primarily
Παραδείγματα
The organization is primarily concerned with the conservation of marine life.
Ο οργανισμός ασχολείται κυρίως με τη διατήρηση της θαλάσσιας ζωής.
She works primarily as a photographer, but she also writes articles.
Εργάζεται κυρίως ως φωτογράφος, αλλά γράφει και άρθρα.
02
κυρίως, βασικά
with a focus on the main aspects of a thing, situation, or person
Παραδείγματα
The company 's decision-making process is primarily focused on customer satisfaction.
Η διαδικασία λήψης αποφάσεων της εταιρείας επικεντρώνεται κυρίως στην ικανοποίηση των πελατών.
The design of the car is primarily centered around fuel efficiency.
Ο σχεδιασμός του αυτοκινήτου επικεντρώνεται κυρίως στην απόδοση καυσίμου.
Λεξικό Δέντρο
primarily
primary
prime



























