Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
preponderantly
01
καταλυτικά, με καταλυτικό τρόπο
in a manner that shows greater weight, influence, or predominance
Παραδείγματα
The region is preponderantly rural in character.
Η περιοχή είναι κυρίως αγροτική στον χαρακτήρα της.
The committee is preponderantly made up of senior faculty.
Η επιτροπή αποτελείται κυρίως από ανώτερα μέλη της σχολής.
Λεξικό Δέντρο
preponderantly
preponderant



























