Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prepositional
01
προθετικός, σχετικός με πρόθεση
(grammar) formed with or connected to a preposition
Λεξικό Δέντρο
prepositionally
prepositional
positional
position
posit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προθετικός, σχετικός με πρόθεση
Λεξικό Δέντρο