Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
predominantly
01
κυρίως, κατά κύριο λόγο
in a manner that consists mostly of a specific kind, quality, etc.
Παραδείγματα
The region is predominantly agricultural, with vast expanses of farmland.
Η περιοχή είναι κυρίως αγροτική, με τεράστιες εκτάσεις αγροτικής γης.
The population of the city is predominantly young, with a high percentage of residents under 30.
Ο πληθυσμός της πόλης είναι κυρίως νέος, με υψηλό ποσοστό κατοίκων κάτω των 30 ετών.
Λεξικό Δέντρο
predominantly
dominantly
dominant
domin



























