Preceding
volume
British pronunciation/pɹɪsˈiːdɪŋ/
American pronunciation/pɹiˈsidɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "preceding"

01

coming or occurring before something else

preceding

adj

precede

v

cede

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store