Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Backlog
01
εκκρεμότητες, συσσώρευση εκκρεμών εργασιών
a collection of tasks, orders, or materials that have not been completed or processed, requiring attention
Παραδείγματα
The company 's backlog of customer orders grew due to delays in production.
Ο προϋπολογισμός των παραγγελιών πελατών της εταιρείας αυξήθηκε λόγω καθυστερήσεων στην παραγωγή.
The backlog of paperwork on her desk piled up after she took a few days off.
Η υπόθεση των χαρτιών στο γραφείο της συσσωρεύτηκε αφού πήρε μερικές μέρες άδεια.
02
αποθεματικό, απόθεμα
something kept back or saved for future use or a special purpose
03
το μεγάλο κούτσουρο στο πίσω μέρος της εστίας, το μεγάλο τμήμα ξύλου στο πίσω μέρος της φωτιάς
the large log at the back of a hearth fire
to backlog
01
συσσωρεύουν και δημιουργούν μια καθυστέρηση, συσσωρεύουν μια καθυστέρηση
accumulate and create a backlog
Λεξικό Δέντρο
backlog
back
log



























