Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Backpacker
01
ταξιδιώτης με σακίδιο, backpacker
a person without much money who travels around, hiking or using public transport, carrying a backpack
Λεξικό Δέντρο
backpacker
backpack
back
pack
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ταξιδιώτης με σακίδιο, backpacker
Λεξικό Δέντρο
back
pack