playmate
play
ˈpleɪ
πλει
mate
ˌmeɪt
μειτ
British pronunciation
/plˈe‍ɪme‍ɪt/

Ορισμός και σημασία του "playmate"στα αγγλικά

01

συμπαίκτης, φίλος παιχνιδιού

someone with whom a child plays
playmate definition and meaning
example
Παραδείγματα
She invited her playmate over for a fun afternoon of games.
Προσκάλεσε τον συμπαίκτη της για ένα διασκεδαστικό απόγευμα παιχνιδιών.
His favorite playmate always brought exciting new toys to share.
Ο αγαπημένος του συμπαίκτης πάντα έφερνε συναρπαστικά καινούρια παιχνίδια για να μοιραστεί.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store