Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Playmate
01
συμπαίκτης, φίλος παιχνιδιού
someone with whom a child plays
Παραδείγματα
She invited her playmate over for a fun afternoon of games.
Προσκάλεσε τον συμπαίκτη της για ένα διασκεδαστικό απόγευμα παιχνιδιών.
His favorite playmate always brought exciting new toys to share.
Ο αγαπημένος του συμπαίκτης πάντα έφερνε συναρπαστικά καινούρια παιχνίδια για να μοιραστεί.
Λεξικό Δέντρο
playmate
play
mate



























