Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
piecemeal
01
σταδιακά, κομμάτι-κομμάτι
in a gradual manner and at different times, rather than all at once
Παραδείγματα
The information was revealed piecemeal, with new details emerging over time.
Οι πληροφορίες αποκαλύφθηκαν σταδιακά, με νέες λεπτομέρειες να εμφανίζονται με την πάροδο του χρόνου.
He worked piecemeal on his novel, writing a few pages each day.
Δούλευε κομμάτι-κομμάτι στο μυθιστόρημά του, γράφοντας λίγες σελίδες κάθε μέρα.
piecemeal
01
κατά τμήματα, σταδιακός
done or made in a gradual way
Παραδείγματα
The renovation of the old house was a piecemeal process, with each room being updated individually.
Η ανακαίνιση του παλιού σπιτιού ήταν μια σταδιακή διαδικασία, με κάθε δωμάτιο να αναβαθμίζεται ξεχωριστά.
Her approach to learning the new language was piecemeal, focusing on one aspect at a time.
Η προσέγγισή της για την εκμάθηση της νέας γλώσσας ήταν σταδιακή, εστιάζοντας σε μία πτυχή κάθε φορά.
Λεξικό Δέντρο
piecemeal
piece
meal



























