Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
piddling
01
ασήμαντος, εξευτελιστικός
small, unimportant, or not worth much attention
Παραδείγματα
The piddling amount of loose change in his pocket was not enough to cover the cost of the coffee.
Το ασήμαντο ποσό ψιλά στην τσέπη του δεν ήταν αρκετό για να καλύψει το κόστος του καφέ.
She dismissed the piddling criticisms of her presentation, focusing on the positive feedback from the majority.
Απέκρουσε τις μικροπρεπείς κριτικές για την παρουσίασή της, εστιάζοντας στις θετικές κριτικές της πλειοψηφίας.
Λεξικό Δέντρο
piddling
piddle



























