Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Babe
01
μωρό, αγαπημένο
an infant or very young child, often used with affection
Παραδείγματα
The new parents proudly showed off their adorable babe to friends and family.
Οι νέοι γονείς περήφανα έδειξαν το αξιολάτρευτο μωρό τους σε φίλους και οικογένεια.
She rocked the babe gently to sleep in her arms.
Κούνανε το μωρό απαλά μέχρι που αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.
Παραδείγματα
The model on the magazine cover was described as a stunning babe by her fans.
Το μοντέλο στο εξώφυλλο του περιοδικού περιγράφηκε ως μια κούκλα από τους θαυμαστές της.
He could n’t stop talking about the babe he met at the party last night.
Δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει για την κούκλα που γνώρισε στο πάρτι χθες το βράδυ.
Λεξικό Δέντρο
babelike
baby
babe



























