Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Babbling
01
καταλαλαγμός, μουρμουρητό
the continuous, soft, and unclear noises, like the sound of a baby
Παραδείγματα
The baby 's sweet babbling filled the room with joyous sounds.
Το γλυκό φλυαρητό του μωρού γέμισε το δωμάτιο με χαρούμενους ήχους.
Amid the quiet library, the babbling of excited children carried through.
Μέσα στην ήσυχη βιβλιοθήκη, ακουγόταν το φλυαρία των ενθουσιασμένων παιδιών.
Λεξικό Δέντρο
babbling
babble



























