Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pestiferous
01
ενοχλητικός, εκνευριστικός
causing annoyance or irritation, often in a persistent or troublesome manner
Παραδείγματα
The pestiferous noise from the construction site made it hard to concentrate.
Ο ενοχλητικός θόρυβος από το εργοτάξιο έκανε δύσκολη τη συγκέντρωση.
Her pestiferous behavior at the party annoyed everyone around her.
Η ενοχλητική της συμπεριφορά στο πάρτι ενόχλησε όλους γύρω της.
02
επικίνδυνος για τη δημιουργία επιδημιών, μεταδοτικός
likely to spread and cause an epidemic disease
03
διαφθορέας, διεστραμμένος
tending to corrupt or pervert
04
λοιμωδής, μολυσμένος με μολυσματικούς οργανισμούς
contaminated with infecting organisms



























