Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Percentage
Παραδείγματα
The percentage of students who passed the exam increased significantly this year.
Το ποσοστό των μαθητών που πέρασαν τις εξετάσεις αυξήθηκε σημαντικά φέτος.
She calculated the percentage of the budget allocated for marketing expenses.
Υπολόγισε το ποσοστό του προϋπολογισμού που διατέθηκε για δαπάνες μάρκετινγκ.
02
ποσοστό, μερίδιο
assets belonging to or due to or contributed by an individual person or group
Λεξικό Δέντρο
percentage
percent



























