Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
perceptible
Παραδείγματα
The crack in the wall was only perceptible upon close inspection.
Η ρωγμή στον τοίχο ήταν αντιληπτή μόνο μετά από προσεκτική επιθεώρηση.
The difference between the two colors was barely perceptible.
Η διαφορά μεταξύ των δύο χρωμάτων ήταν μόλις αντιληπτή.
02
αντιληπτός, διακριτός
capable of being recognized by the mind or senses
Παραδείγματα
There was a perceptible improvement in the student's understanding after the extra tutoring sessions.
Υπήρξε μια αισθητή βελτίωση στην κατανόηση του μαθητή μετά τις επιπλέον συνεδρίες διδασκαλίας.
The new design had a perceptible impact on user satisfaction and overall experience.
Ο νέος σχεδιασμός είχε μια αισθητή επίδραση στην ικανοποίηση των χρηστών και τη συνολική εμπειρία.
03
αντιληπτός, ορατός
fasten with or as if with a garter
Λεξικό Δέντρο
imperceptible
perceptibility
perceptibly
perceptible
percept



























