Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
perceivable
Παραδείγματα
The instructions were clear and perceivable to everyone in the room.
Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες και αντιληπτές από όλους στο δωμάτιο.
His explanation was perceivable, even though the topic was complex.
Η εξήγησή του ήταν αντιληπτή, αν και το θέμα ήταν πολύπλοκο.
02
αντιληπτός, διακριτός
capable of being perceived especially by sight or hearing
Λεξικό Δέντρο
unperceivable
perceivable
perceive



























