Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Penthouse
01
πεντχάους, πολυτελές διαμέρισμα στην κορυφή ενός ψηλού κτιρίου
an apartment on top of a tall building
Παραδείγματα
She moved into a penthouse with stunning views of the city skyline.
Μετακόμισε σε ένα penthouse με εντυπωσιακή θέα στον ορίζοντα της πόλης.
The penthouse includes a private terrace, a hot tub, and floor-to-ceiling windows.
Το penthouse περιλαμβάνει μια ιδιωτική βεράντα, ένα χώρο υδρομασάζ και παράθυρα από πάτωμα μέχρι ταβάνι.
Λεξικό Δέντρο
penthouse
pent
house



























