Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pentavalent
01
πεντασθενής, που έχει την ικανότητα να συνδέεται με πέντε άλλα άτομα ή μόρια
(chemistry) having the ability to bond with five other atoms or molecules
Παραδείγματα
Being pentavalent makes that molecule unique in its interactions with others.
Το να είναι πεντασθενές κάνει αυτό το μόριο μοναδικό στις αλληλεπιδράσεις του με άλλα.
Arsenic is an example of a pentavalent element.
Ο αρσενικό είναι ένα παράδειγμα πεντασθενούς στοιχείου.



























