Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
penniless
01
απένταρος, χωρίς λεφτά
having no money or financial resources
Παραδείγματα
She found herself penniless after her business venture failed.
Βρέθηκε χωρίς ούτε ένα σεντ μετά την αποτυχία της επιχειρηματικής της προσπάθειας.
The penniless family relied on food banks to feed their children.
Η οικογένεια χωρίς δεκάρα βασίστηκε σε τράπεζες τροφίμων για να ταΐσει τα παιδιά της.
Λεξικό Δέντρο
pennilessness
penniless
penny



























