LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ovulate
/ˈɒvjʊlˌeɪt/
/ˈɑːvjʊlˌeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "ovulate"
to ovulate
ΡΉΜΑ
01
ωορρηξία
(of a female animal or human) to produce an ovum from the ovary
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App