Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
01
Αχ, Ωχ
used to express sudden pain or discomfort
Παραδείγματα
Ow! I just banged my knee on the table.
Ωχ! Μόλις χτύπησα το γόνατο μου στο τραπέζι.
Ow! Stop pinching me, that hurts!
Ωχ! Σταμάτα να με τσιμπάς, πονάει!



























