Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
out-of-the-way
01
εξαιρετικός, αξιοσημείωτος
exceptional, unusual, or remarkable
Παραδείγματα
The town is so out-of-the-way that few tourists ever visit.
Η πόλη είναι τόσο απομακρυσμένη που λίγοι τουρίστες την επισκέπτονται.
She enjoys the out-of-the-way beaches where few people go.
Απολαμβάνει τις απομονωμένες παραλίες όπου πηγαίνουν λίγοι άνθρωποι.
03
διευθετημένος, επεξεργασμένος
dealt with; disposed of
04
ακατάλληλος, προσβλητικός
improper or even offensive



























