Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Autograph
01
αυτόγραφο
a person's signature, usually from someone famous or important
Παραδείγματα
She asked the actor for his autograph after the show.
Ζήτησε από τον ηθοποιό την αυτογραφή του μετά την παράσταση.
His autograph is worth a lot of money.
Η αυτόγραφη υπογραφή του αξίζει πολλά χρήματα.
02
αυτόγραφο
a person's own signature
to autograph
01
υπογράφω, αφήνω αυτόγραφο
mark with one's signature
Λεξικό Δέντρο
autograph
graph



























