Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Automaker
01
κατασκευαστής αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία
a company that manufactures automobiles
Παραδείγματα
The automaker announced a recall for several models.
Ο κατασκευαστής αυτοκινήτων ανακοίνωσε ανάκληση για πολλά μοντέλα.
She worked as an engineer for a leading automaker.
Δούλεψε ως μηχανικός για έναν κορυφαίο κατασκευαστή αυτοκινήτων.



























