Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Autoharp
01
αυτόχορδο, αυτόματη άρπα
a musical instrument resembling a small harp that employs a button-controlled mechanism for selecting chords
Λεξικό Δέντρο
autoharp
harp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτόχορδο, αυτόματη άρπα
Λεξικό Δέντρο