Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operating surgeon
/ˈɑːpɚɹˌeɪɾɪŋ sˈɜːdʒən/
/ˈɒpəɹˌeɪtɪŋ sˈɜːdʒən/
Operating surgeon
01
χειρουργός που εργάζεται, ιατρός ειδικευμένος στη χειρουργική
a physician who specializes in surgery
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειρουργός που εργάζεται, ιατρός ειδικευμένος στη χειρουργική