Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operationally
01
λειτουργικά, από πλευράς λειτουργίας
with regard to the operation, execution, or functioning of a system, organization, or process
Παραδείγματα
Operationally, the new software enhances data processing speed.
Λειτουργικά, το νέο λογισμικό βελτιώνει την ταχύτητα επεξεργασίας δεδομένων.
The team works operationally to implement the company's strategic goals.
Η ομάδα εργάζεται λειτουργικά για την εφαρμογή των στρατηγικών στόχων της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
operationally
operational
...
oper



























