Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operating room
/ˈɑːpɚɹˌeɪɾɪŋ ɹˈuːm/
/ˈɒpəɹˌeɪtɪŋ ɹˈuːm/
Operating room
01
χειρουργείο, αίθουσα εγχειρήσεων
a sterile space in a hospital where surgeries are performed using specialized equipment
Παραδείγματα
Before surgery, patients are moved onto the bed in the operating room.
Πριν από τη χειρουργική επέμβαση, οι ασθενείς μεταφέρονται στο κρεβάτι στην χειρουργική αίθουσα.
The operating room is kept clean and sterile to prevent infections.
Το χειρουργείο διατηρείται καθαρό και αποστειρωμένο για την πρόληψη λοιμώξεων.



























