Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Offprint
01
ανάτυπο, χωριστή έκδοση
an article that has been separately published as a piece in a magazine or newspaper
Παραδείγματα
The author received offprints of the article from the publisher to distribute to colleagues and peers.
Ο συγγραφέας έλαβε αποσπάσματα του άρθρου από τον εκδότη για να τα διανείμει σε συναδέλφους και συναδέλφους.
The library keeps offprints of rare and valuable manuscripts in its special collections for scholarly research.
Η βιβλιοθήκη διατηρεί αποσπάσματα σπάνιων και πολύτιμων χειρογράφων στις ειδικές συλλογές της για ακαδημαϊκή έρευνα.



























