LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Atypic
/eɪtˈɪpɪk/
/ˌeɪˈtɪpɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "atypic"
atypic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not representative of a group, class, or type
typical
word family
atypic
atypic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
attune
attritional
attrition rate
attrition
attrited
atypical
atypicality
atypically
au courant
au fait
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App