Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
atypic
01
άτυπο, μη τυπικό
deviating from the usual or typical
Παραδείγματα
The scientist observed atypic cell growth in the sample.
Ο επιστήμονας παρατήρησε ατυπική ανάπτυξη κυττάρων στο δείγμα.
His atypic response to stress made him hard to predict.
Η ατυπική του αντίδραση στο στρες τον έκανε δύσκολο να προβλεφθεί.



























