Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nervy
01
τολμηρός, θαρραλέος
showing or requiring courage and contempt of danger
02
θρασύς, αναιδής
offensively bold
Παραδείγματα
She was nervy before her job interview, constantly checking the time.
Ήταν νευρική πριν από τη συνέντευξη εργασίας της, ελέγχοντας συνεχώς την ώρα.
The nervy atmosphere in the room was evident as the deadline approached.
Η νευρική ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν εμφανής καθώς πλησίαζε η προθεσμία.
Λεξικό Δέντρο
nervily
nervy
nerve



























