Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nephritic
01
νεφριτικός, νεφρικός
of or relating to the kidneys
02
νεφριτικός, πληγείς από νεφρίτιδα
affected by nephritis
Λεξικό Δέντρο
nephritic
nephrite
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νεφριτικός, νεφρικός
νεφριτικός, πληγείς από νεφρίτιδα
Λεξικό Δέντρο