Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Neophyte
01
νεόφυτος, αρχάριος
Someone who is just beginning to engage in a field, skill, or practice
Παραδείγματα
The coding workshop welcomed neophytes with no prior experience.
Το εργαστήριο προγραμματισμού υποδέχτηκε αρχάριους χωρίς προηγούμενη εμπειρία.
As a neophyte in politics, she made several rookie mistakes.
Ως νεόφερτη στην πολιτική, έκανε αρκετά λάθη αρχάριου.
02
νεόφυτος, κατηχούμενος
a person recently initiated into the Christian faith, especially one undergoing instruction before baptism or confirmation
Παραδείγματα
The neophyte attended weekly catechism classes with devotion.
Ο νεόφυτος παρακολουθούσε με αφοσίωση τις εβδομαδιαίες τάξεις κατηχήσεως.
Neophytes were welcomed into the church during the Easter vigil.
Οι νεόφωτοι υποδέχτηκαν στην εκκλησία κατά τη διάρκεια του πασχαλινού αγρυπνίας.
03
νεόφυτος, νέο είδος
a newly observed species in a given region
Παραδείγματα
Botanists documented the neophyte along the riverbank.
Οι βοτανολόγοι κατέγραψαν τον νεόφυτο κατά μήκος της όχθης του ποταμού.
Researchers studied the impact of neophytes on native ecosystems.
Οι ερευνητές μελέτησαν την επίδραση των νεοφυτών στις ιθαγενείς οικοσυστήματα.



























