Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nephew
01
ανιψιός, γιος του αδελφού ή της αδελφής μας
our sister or brother's son, or the son of our husband or wife's siblings
Παραδείγματα
I bought a toy for my nephew's birthday.
Αγόρασα ένα παιχνίδι για τα γενέθλια του ανιψιού μου.
My nephew is coming to visit us this weekend.
Ο ανιψιός μου έρχεται να μας επισκεφτεί αυτό το σαββατοκύριακο.



























