Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Neoprene
01
νεοπρένιο, συνθετικό καουτσούκ
a synthetic rubber known for its flexibility, durability, and resistance to water, chemicals, and temperature extremes
Παραδείγματα
The wetsuit is made of neoprene, providing insulation in cold water.
Η στολή κατασκευάζεται από νεοπρένιο, παρέχοντας μόνωση σε κρύο νερό.
Many laptop sleeves use neoprene for durability and shock absorption.
Πολλές θήκες για laptop χρησιμοποιούν νεοπρένιο για αντοχή και απορρόφηση κραδασμών.



























